κατακρουστικός: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρουστικός''': -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[κάτω]], κατ. ὁ [[οἶνος]], ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., [[οἶνος]] ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, [[κατάκρουσις]] τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ. | |lstext='''κατακρουστικός''': -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[κάτω]], κατ. ὁ [[οἶνος]], ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., [[οἶνος]] ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, [[κατάκρουσις]] τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατακρουστικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά [[κάτι]] και το πιέζει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη [[θερμότητα]] και την [[οσμή]] άλλου οίνου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A exercising downward pressure, οἶνος Arist.Pr.873b26.
German (Pape)
[Seite 1357] ή, όν, zum Herab-, Zurückstoßen geeignet, niederschlagend, οἶνος, ein Wein, der die Hitze eines andern niederschlägt, dämpft, Ggstz ἐπιπολαστικός, Arist. probl. 3, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρουστικός: -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ κάτω, κατ. ὁ οἶνος, ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., οἶνος ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, κατάκρουσις τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ.
Greek Monolingual
κατακρουστικός, -ή, -όν (Α)
κατακρούω
1. αυτός που χτυπά κάτι και το πιέζει προς τα κάτω
2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου.