καταζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ceindre, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
|btext=ceindre, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταζώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ζώνω]] [[σφιχτά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταζώννυμαι</i><br />ζώνομαι από [[πάνω]] ώς [[κάτω]] [[σφιχτά]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζώννῡμι Medium diacritics: καταζώννυμι Low diacritics: καταζώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katazṓnnymi Transliteration B: katazōnnymi Transliteration C: katazonnymi Beta Code: katazw/nnumi

English (LSJ)

   A gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.

Greek Monolingual

καταζώννυμι (Α)
1. ζώνω σφιχτά
2. μέσ. καταζώννυμαι
ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά.