Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταγώγιο: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(19)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)
νεοελλ.
κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος
μσν.
καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον»)
μσν.-αρχ.
κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. το επί πλέον αντίτιμο της μεταφοράς αντικειμένων, το καταγώγιμον
2. στον πληθ. τὰ καταγώγια
γιορτή που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον τόπο «καταγωγής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. αν-αγώγιον, εξ-αγώγιον].