Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβαρύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβᾰρύνω''': [[καταβαρέω]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
|lstext='''καταβᾰρύνω''': [[καταβαρέω]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
}}
{{grml
|mltxt=και [[καταβαραίνω]] (Α [[καταβαρύνω]])<br />(κυριολ. και μτφ.) [[καταβάλλω]] με το [[βάρος]], [[καταπονώ]], [[επιβαρύνω]] («η [[κυβέρνηση]] καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] υπερβολικό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[βαρύς]], [[βαραίνω]] υπερβολικά, [[παραβαραίνω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[δυσκίνητος]], [[δύσκαμπτος]]<br /><b>4.</b> (για ασθενείς) [[παρουσιάζω]] [[μεγάλη]] [[επιδείνωση]], πάω [[προς]] το χειρότερο.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰρύνω Medium diacritics: καταβαρύνω Low diacritics: καταβαρύνω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΡΥΝΩ
Transliteration A: katabarýnō Transliteration B: katabarynō Transliteration C: katavaryno Beta Code: katabaru/nw

English (LSJ)

   A = καταβαρέω, Thphr.Vert.9:—in Pass., LXX 2 Ki. 13.25, al.; of sleep, Ev.Marc.14.40: metaph., κ. τὸν βίον Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. Corp.Herm.2.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1339] = καταβαρέω, LXX; τὸν βίον Antin. Stob. fl. 67, 25.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰρύνω: καταβαρέω, Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.

Greek Monolingual

και καταβαραίνωκαταβαρύνω)
(κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος
2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά, παραβαραίνω
3. (για πρόσ.) γίνομαι δυσκίνητος, δύσκαμπτος
4. (για ασθενείς) παρουσιάζω μεγάλη επιδείνωση, πάω προς το χειρότερο.