ἐπιχρονίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_13b)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, [[ὅταν]] (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς [[οἴδημα]], παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ [[νότος]]) ψυχθεὶς συνίσταται [[μᾶλλον]] εἰς [[ὕδωρ]] Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.
|lstext='''ἐπιχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, [[ὅταν]] (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς [[οἴδημα]], παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ [[νότος]]) ψυχθεὶς συνίσταται [[μᾶλλον]] εἰς [[ὕδωρ]] Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχρονίζω]] (Α)<br />[[διαρκώ]] πολύ («[[ὅταν]] [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) [[γίνομαι]] [[χρόνιος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχρονίζομαι</i><br /><b>φρ.</b> «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — [[αέρας]] που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρονίζω Medium diacritics: ἐπιχρονίζω Low diacritics: επιχρονίζω Capitals: ΕΠΙΧΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: epichronízō Transliteration B: epichronizō Transliteration C: epichronizo Beta Code: e)pixroni/zw

English (LSJ)

   A last long, Thphr.Ign.61 ; ὅταν [τὸ θερμὸν] -χρονίσῃ Arist.Pr.936a20 ; ἐπικεχρονικός inveterate, chronic, Gal.11.103:— Pass., ἀὴρ -όμενος ψυχθείς when cooled in course of time, Arist.Pr. 942a33.

German (Pape)

[Seite 1005] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, ὅταν (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς οἴδημα, παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ νότος) ψυχθεὶς συνίσταται μᾶλλον εἰς ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.

Greek Monolingual

ἐπιχρονίζω (Α)
διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.)
2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος
3. παθ. ἐπιχρονίζομαι
φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.).