κλιβανωτός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[κριβανωτός]]. | |btext=<i>c.</i> [[κριβανωτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλιβανωτός]], -ή -όν (AM, A και [[κριβανωτός]], -ή, -όν) [[κλίβανος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κλιβανωτόν]]<br />[[έδαφος]] στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[κριβανωτός]] (ενν. [[ἄρτος]])<br />[[άρτος]] ψημένος σε κλίβανο, ο [[κλιβανίτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (<b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1453] oder κριβανωτός, = κλιβανΐτης, Alcm. bei Ath. III, 114 f.
French (Bailly abrégé)
c. κριβανωτός.
Greek Monolingual
κλιβανωτός, -ή -όν (AM, A και κριβανωτός, -ή, -όν) κλίβανος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν
έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος)
άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης
2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (Ευστ.).