κνέωρον: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνέωρον''': τό, = [[κνῆστρον]] ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[μόριον]], Φώτ., Ἡσύχ. | |lstext='''κνέωρον''': τό, = [[κνῆστρον]] ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[μόριον]], Φώτ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνέωρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού, [[κνέωρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνέωρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, = sq., Dsc.4.172, Plin.HN13.114, Hsch. II pudenda muliebria, Phot., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1459] τό, = Folgdm, Hesych., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνέωρον: τό, = κνῆστρον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον μόριον, Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κνέωρον, το (Α)
1. είδος φυτού, κνέωρος
2. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνέωρος].