κινητοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)
3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κοινωνικο-ποιώ, τέλειο-ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].