κλωπικός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.<br />'''Étymologie:''' [[κλώψ]].
|btext=ή, όν :<br />de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.<br />'''Étymologie:''' [[κλώψ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλωπικός]], -ή, -όν (Α) [[κλωψ]]<br /><b>1.</b> ο [[επιρρεπής]] στην [[κλοπή]]<br /><b>2.</b> [[κρυφός]], [[λαθραίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλωπικῶς</i> (Μ)<br />με δόλιο τρόπο, με [[τέχνασμα]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπικός Medium diacritics: κλωπικός Low diacritics: κλωπικός Capitals: ΚΛΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klōpikós Transliteration B: klōpikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a.    2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.

German (Pape)

[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.

Greek Monolingual

κλωπικός, -ή, -όν (Α) κλωψ
1. ο επιρρεπής στην κλοπή
2. κρυφός, λαθραίος.
επίρρ...
κλωπικῶς (Μ)
με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.