κοίλωμα: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d’un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d’un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κοίλωμα]], Μ και κοίλωμαν) [[κοιλώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθούλωμα]], [[κούφωμα]] («[[κοίλωμα]] βράχου»)<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]], [[κοιλάδα]], [[λάκκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(εμβρυολ. -ζωολ.) [[κοιλότητα]] [[μεταξύ]] του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται [[μεταξύ]] στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δεξαμενής στην οποία χυνόταν το [[νερό]] που πλεόναζε από ποταμό<br /><b>2.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου<br /><b>3.</b> η [[ανόρυξη]], η [[ανασκαφή]]<br /><b>4.</b> (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) [[έλκος]], [[τραύμα]], [[πληγή]]<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> η [[απόκλιση]] αστέρα, το [[ταπείνωμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το τρωτό [[σημείο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κ. τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U. 2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κ. ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.). II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29. III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.). IV metaph., τὰ κ. τῆς εὐτυχίας weak points in... Phld.Vit.p.12 J.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d’un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.
Greek Monolingual
το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.