κόμαιθος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_15) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934. | |lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόμαιθος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[αἶθος]] «[[καύσωνας]], πυρ»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:40, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1476] mit brennenden, rothen Haaren, Lycophr. 924.
Greek (Liddell-Scott)
κόμαιθος: -ον, (κόμη, αἴθω) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ ὄνομα Κομαιθώ, ἥτις ἦν θυγάτηρ Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.
Greek Monolingual
κόμαιθος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + αἶθος «καύσωνας, πυρ»].