κοινόλεκτρος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. f.</i><br />qui partage son lit avec un autre, épouse <i>ou</i> concubine : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λέκτρον]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. f.</i><br />qui partage son lit avec un autre, épouse <i>ou</i> concubine : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λέκτρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινόλεκτρος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[κλίνη]] με κάποιον, ο [[σύντροφος]] του κρεβατιού, [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αινό</i>-<i>λεκτρος</i>, <i>ομό</i>-<i>λεκτρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A bedfellow, consort, A.Ag.1441: as Adj., δάμαρ Id.Pr.560 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1468] ein gemeinsames Bett habend, Bett-, Ehegenoß; δάμαρ Aesch. Prom. 559; τινός, Ag. 1416.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόλεκτρος: -ον, ἔχων κοινὴν κλίνην, σύντροφος τῆς κλίνης, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 560, Ἀγ. 1441.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
qui partage son lit avec un autre, épouse ou concubine : τινος de qqn.
Étymologie: κοινός, λέκτρον.
Greek Monolingual
κοινόλεκτρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κοινή κλίνη με κάποιον, ο σύντροφος του κρεβατιού, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. αινό-λεκτρος, ομό-λεκτρος].