κόρθυς: Difference between revisions

From LSJ

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ».
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ».
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρθυς]], -υος, ἡ (Α)<br />[[σωρός]], [[δεμάτι]], [[κυρίως]] θερισμένου σταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kordhu</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kerdho</i>- «[[αγέλη]], [[σειρά]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sardhas</i> «[[κοπάδι]]», το γοτθ. <i>hairda</i> «[[κοπάδι]]», το γαλατ. <i>cordd</i> «[[κοπάδι]], [[οικογένεια]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορθύνω]], [[κορθύω]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρθῠς Medium diacritics: κόρθυς Low diacritics: κόρθυς Capitals: ΚΟΡΘΥΣ
Transliteration A: kórthys Transliteration B: korthys Transliteration C: korthys Beta Code: ko/rqus

English (LSJ)

υος, ἡ, lengthd. form of κόρυς,

   A heap, Anon. ap. Suid. s.v. κορθύεται, Hsch.; in Theoc.10.46, κόρθυος ἁ τομά the swathe of mowncorn.

German (Pape)

[Seite 1486] υος, ἡ (vgl. κόρυς), von Hesych. σωρός erkl.; nur Theocr. 10, 46, ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ βλεπέτω, von den reihenweise nach der Seite des Schnittes hinliegenden Haufen der abgemähten Aehren.

Greek (Liddell-Scott)

κόρθῠς: ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κόρυς, σωρός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιον θερισμένου σίτου.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
tas de blé coupé, meule.
Étymologie: DELG étym. peu sûre, malgré skr. śárdha « troupe », got. hairda « troupeau ».

Greek Monolingual

κόρθυς, -υος, ἡ (Α)
σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα kordhu- της ΙΕ ρίζας kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω.