διασπουδάζω: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[poner todo su empeño]], [[afán]] o [[atención]] c. or. final καλῶς οὖν ποιήσεις ... [δια] σπουδάσας ὅπως ... <i>PSI</i> 347.4 (III a.C.) (dud.), c. prep. οἱ περὶ τὰς ἀντιθέσεις καὶ παρισώσεις διεσπουδακότες los que ponen todo su afán en las antítesis y los paralelismos</i> D.H.<i>Lys</i>.14.2, c. inf. πασῶν τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατεῖν διεσπούδακεν Basil.M.31.1364B<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., c. inf. διεσπούδασται μὴ λαβεῖν ὑμᾶς (τὴν πόλιν) D.23.182, διεσπούδαστο πάντας τοὺς ἐπισημοτάτους ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν I.<i>AI</i> 15.270, c. prep. οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο puso un gran empeño en cuestiones sin importancia</i> Arr.<i>An</i>.7.23.8, en v. pas. τίνος οὖν ποθ' [[εἵνεκα]] ταῦθ' οὕτω διεσπούδασται; D.23.78, cf. 20.157, Aristid.<i>Or</i>.12.33, ἄλλαι ... καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναι otras hermosas composiciones en que griegos y romanos han puesto todo su afán</i> D.H.<i>Orat.Vett</i>.3.2, καταφρονήσαντα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἃ τοῖς πολλοῖς διεσπούδασται Gal.1.245, cf. Lib.<i>Ep</i>.231.1, τὰ διεσπ[ουδασμέ] να las cosas que han sido objeto de una atención especial</i> Schubart <i>Gr.Lit.Pap</i>.38.99.<br /><b class="num">2</b> en mal sent. [[emplear todo tipo de argucias o métodos corruptos para el acceso a cargos públicos]] διασπουδάσαντες ἀπεδείχθησαν D.C.36.38.3<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., D.C.52.20.3. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[poner todo su empeño]], [[afán]] o [[atención]] c. or. final καλῶς οὖν ποιήσεις ... [δια] σπουδάσας ὅπως ... <i>PSI</i> 347.4 (III a.C.) (dud.), c. prep. οἱ περὶ τὰς ἀντιθέσεις καὶ παρισώσεις διεσπουδακότες los que ponen todo su afán en las antítesis y los paralelismos</i> D.H.<i>Lys</i>.14.2, c. inf. πασῶν τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατεῖν διεσπούδακεν Basil.M.31.1364B<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., c. inf. διεσπούδασται μὴ λαβεῖν ὑμᾶς (τὴν πόλιν) D.23.182, διεσπούδαστο πάντας τοὺς ἐπισημοτάτους ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν I.<i>AI</i> 15.270, c. prep. οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο puso un gran empeño en cuestiones sin importancia</i> Arr.<i>An</i>.7.23.8, en v. pas. τίνος οὖν ποθ' [[εἵνεκα]] ταῦθ' οὕτω διεσπούδασται; D.23.78, cf. 20.157, Aristid.<i>Or</i>.12.33, ἄλλαι ... καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναι otras hermosas composiciones en que griegos y romanos han puesto todo su afán</i> D.H.<i>Orat.Vett</i>.3.2, καταφρονήσαντα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἃ τοῖς πολλοῖς διεσπούδασται Gal.1.245, cf. Lib.<i>Ep</i>.231.1, τὰ διεσπ[ουδασμέ] να las cosas que han sido objeto de una atención especial</i> Schubart <i>Gr.Lit.Pap</i>.38.99.<br /><b class="num">2</b> en mal sent. [[emplear todo tipo de argucias o métodos corruptos para el acceso a cargos públicos]] διασπουδάσαντες ἀπεδείχθησαν D.C.36.38.3<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., D.C.52.20.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διασπουδάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με ζήλο<br /><b>2.</b> [[ανταγωνίζομαι]] με κάποιον για την [[εξουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
A do zealously:—and Pass., to be anxiously done or looked to, τί μάλιστα ἐν ἁπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; D.20.157, cf. 23.78: c. inf., δ. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς ib.182; διεσπούδαστο ἐλθεῖν J.AJ 15.8.1; διεσπουδάζετο abs., Arr.An.7.23.8. 2 to be zealous, περί τι D.H.Lys.14. II employ electoral corruption, D.C.36.38: in fut. Med., Id.52.20.
German (Pape)
[Seite 603] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί μάλιστα ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, ὅπως μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
Greek (Liddell-Scott)
διασπουδάζω: ἀσχολοῦμαι εἴς τι μετὰ ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., μετὰ ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί μάλιστα διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὡσαύτως διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι ζηλωτής, περί τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. ἀντιπαραγγέλλω, διαγωνίζομαι πρός τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
French (Bailly abrégé)
1 se donner du mal, s’appliquer avec zèle;
2 briguer une charge contre (un compétiteur).
Étymologie: διά, σπουδάζω.
Spanish (DGE)
1 poner todo su empeño, afán o atención c. or. final καλῶς οὖν ποιήσεις ... [δια] σπουδάσας ὅπως ... PSI 347.4 (III a.C.) (dud.), c. prep. οἱ περὶ τὰς ἀντιθέσεις καὶ παρισώσεις διεσπουδακότες los que ponen todo su afán en las antítesis y los paralelismos D.H.Lys.14.2, c. inf. πασῶν τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατεῖν διεσπούδακεν Basil.M.31.1364B
•tb. en v. med., c. inf. διεσπούδασται μὴ λαβεῖν ὑμᾶς (τὴν πόλιν) D.23.182, διεσπούδαστο πάντας τοὺς ἐπισημοτάτους ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν I.AI 15.270, c. prep. οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο puso un gran empeño en cuestiones sin importancia Arr.An.7.23.8, en v. pas. τίνος οὖν ποθ' εἵνεκα ταῦθ' οὕτω διεσπούδασται; D.23.78, cf. 20.157, Aristid.Or.12.33, ἄλλαι ... καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναι otras hermosas composiciones en que griegos y romanos han puesto todo su afán D.H.Orat.Vett.3.2, καταφρονήσαντα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἃ τοῖς πολλοῖς διεσπούδασται Gal.1.245, cf. Lib.Ep.231.1, τὰ διεσπ[ουδασμέ] να las cosas que han sido objeto de una atención especial Schubart Gr.Lit.Pap.38.99.
2 en mal sent. emplear todo tipo de argucias o métodos corruptos para el acceso a cargos públicos διασπουδάσαντες ἀπεδείχθησαν D.C.36.38.3
•tb. en v. med., D.C.52.20.3.
Greek Monolingual
διασπουδάζω (Α)
1. ασχολούμαι με ζήλο
2. ανταγωνίζομαι με κάποιον για την εξουσία.