κρουστικός: Difference between revisions
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />retentissant, vibrant.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]]. | |btext=ή, όν :<br />retentissant, vibrant.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κρουστικός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κρούση]] ή αυτός που ενεργεί με [[κρούση]], [[επικρουστικός]] («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> «κρουστικό [[κύμα]]» — ισχυρό [[κύμα]] πίεσης το οποίο διαδίδεται σε [[κάθε]] [[ελαστικό]] [[μέσο]], όπως [[είναι]] ο [[αέρας]], το [[νερό]] ή ένα στερεό [[σώμα]], στη [[διάρκεια]] φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κριάρι]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («[[διότι]] κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῡ ἀνθρώπου<br />κρουστικὰ δὲ μᾱλλον τὰ ὄργανα τοῡ στόματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί [[εντύπωση]], [[εντυπωσιακός]], έντονα [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρουστικόν</i><br />η [[ευγλωττία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for striking, butting, of a ram, Ph.1.113. II able to sound the right note, ὄργανα Arist.Pr.918a33; κ. θίξις χορδῶν, opp. ἠθική, Plu.2.802f. 2 metaph., of a rhetorician or sophist, striking, impressive, Ar.Eq.1379; τὸ κ. striking eloquence, Luc.Dem.Enc.32.
German (Pape)
[Seite 1514] zum Schlagen gehörig; bes. = einen Klang hervorbringend u. in die Ohren fallend, ein dringlich; κρουστικὰ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος Arist. probl. 19, 10; von der Redekunst, Ar. Equ. 1379; Luc. Dem. enc. 32 u. Sp., eindringlich, ergreifend.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ κρούῃ, νὰ κερατίζῃ, ἐπὶ κριοῦ, Φίλων 1. 113. ΙΙ. ὁ παράγων ἦχον διαπεραστικόν, κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος, ὄργανα Ἀριστοτ. Προβλ. 19. 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Ε. 2) μεταφ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου ἢ σοφιστοῦ, παρέχων ἐντύπωσιν, ἐκφραστικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1379· τὸ κρ., ἐκφραστικὴ εὐγλωττία, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκ. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
retentissant, vibrant.
Étymologie: κρούω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κρουστικός, -ή, -όν) κρούω
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)
2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» — ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε ελαστικό μέσο, όπως είναι ο αέρας, το νερό ή ένα στερεό σώμα, στη διάρκεια φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας
αρχ.
1. (για κριάρι) αυτός που έχει την ιδιότητα να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («διότι κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)
2. αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῡ ἀνθρώπου
κρουστικὰ δὲ μᾱλλον τὰ ὄργανα τοῡ στόματος», Αριστοτ.)
3. (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός, έντονα εκφραστικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρουστικόν
η ευγλωττία.