λάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_2)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάζω''': [[λακτίζω]], λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».
|lstext='''λάζω''': [[λακτίζω]], λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λάζω]] (Α)<br />([[αχαϊκός]] τ. [[αντί]] [[λάζομαι]])<br />[[λαμβάνω]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]].———————— <b>(II)</b><br />[[λάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[πόδι]], [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λάζειν<br />ἐξυβρίζειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[λάξαι]] (= <i>λακτίσαι</i>, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάζω Medium diacritics: λάζω Low diacritics: λάζω Capitals: ΛΑΖΩ
Transliteration A: lázō Transliteration B: lazō Transliteration C: lazo Beta Code: la/zw

English (LSJ)

   A = λακτίζω, λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.E.Hec.64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 5] 1) = λακτίζω, VLL.; λάξας τράπεζαν, Lycophr. 137. – 2) nach B. A. p. 1095 achäisch = λαμβάνω, s. λάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λάζω: λακτίζω, λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».

Greek Monolingual

(I)
λάζω (Α)
(αχαϊκός τ. αντί λάζομαι)
λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω.———————— (II)
λάζω (Α)
1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν
ἐξυβρίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ)].