Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάτριος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(SL_2)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λάτριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[slavish]], [[menial]] ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. [[Ἡρακλέης]]: [[join]] λάτριον [[with]] Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. [[into]] [[slavery]] ) (N. 4.54)
|sltr=[[λάτριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[slavish]], [[menial]] ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. [[Ἡρακλέης]]: [[join]] λάτριον [[with]] Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. [[into]] [[slavery]] ) (N. 4.54)
}}
{{grml
|mltxt=[[λάτριος]], -ία, -ον (Α) [[λάτρις]]<br />αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε [[υπηρεσία]], σε [[δουλεία]] («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτριος Medium diacritics: λάτριος Low diacritics: λάτριος Capitals: ΛΑΤΡΙΟΣ
Transliteration A: látrios Transliteration B: latrios Transliteration C: latrios Beta Code: la/trios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a servant or service, μισθός Pi.O.10.28; λατρίαν Ἰαολκὸν παρέδωκεν gave Iolcos into slavery, Id.N.4.54 (ubi codd. λατρείαν contra metrum); λ. ἔργα Man.1.275.

German (Pape)

[Seite 18] den Diener oder den Dienst betreffend, μισθός, Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.

Greek (Liddell-Scott)

λάτριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les serviteurs ou le service à gages.
Étymologie: λάτρον.

English (Slater)

λάτριος
   1 slavish, menial ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. Ἡρακλέης: join λάτριον with Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. into slavery ) (N. 4.54)

Greek Monolingual

λάτριος, -ία, -ον (Α) λάτρις
αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.).