λεύκινος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_11)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεύκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε [[λευκαία]] Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
|lstext='''λεύκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε [[λευκαία]] Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].———————— <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκῐνος Medium diacritics: λεύκινος Low diacritics: λεύκινος Capitals: ΛΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leúkinos Transliteration B: leukinos Transliteration C: leykinos Beta Code: leu/kinos

English (LSJ)

η, ον, (

   A λεύκη 11) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631.    2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.).    II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch.s.v. μασχάλην.

German (Pape)

[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.———————— (II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.