μελάγχρους: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(Bailly1_3)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μελανόχρους]] -ουν (ΑM [[μελάγχρους]] και [[μελανόχρους]] -ουν, Α και [[μελάγχροος]], -οον και [[μελανόχροος]] και [[μελανίχροος]], -οον και [[μελάγχρως]], -ων και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ, και [[μέλαγχρος]], -ον)<br />[[μαυρειδερός]], [[μελαχρινός]], [[μελαψός]], [[ηλιοκαμένος]] («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μελάγχρους]] [[ιστός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[ιστός]] του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], [[χροός]] και <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[γυμνό]]-<i>χρους</i>, <i>χαλκό</i>-<i>χρους</i>. Ο τ. [[μελάγχρως]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεφαντό</i>-<i>χρως</i>, [[λεπτό]]-<i>χρως</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.

Greek Monolingual

και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].