μεγαλόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόστομος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12. | |lstext='''μεγᾰλόστομος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with large mouth, Arist.PA662a25.
German (Pape)
[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].