μελανόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_17)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, [[μέλη]], Ζωναρ.
|lstext='''μελᾰνόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, [[μέλη]], Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόκωλος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυλό</i>-<i>κωλος</i>, [[ορθό]]-<i>κωλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόκωλος Medium diacritics: μελανόκωλος Low diacritics: μελανόκωλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: melanókōlos Transliteration B: melanokōlos Transliteration C: melanokolos Beta Code: melano/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A black-limbed, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.

Greek Monolingual

μελανόκωλος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].