μεγαλοφυΐα: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοφυΐα''': ἡ, ἡ [[μεγάλη]] εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ. | |lstext='''μεγᾰλοφυΐα''': ἡ, ἡ [[μεγάλη]] εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑM μεγαλοφυΐα) [[μεγαλοφυής]]<br />η [[ιδιότητα]] του μεγαλοφυούς, εξαιρετικό [[πνεύμα]], [[μεγάλη]] [[διάνοια]], [[δαιμόνιος]] [[νους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η υψηλότερη [[μορφή]] ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων του ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και ενέργειες [[θαυμαστής]] πρωτοτυπίας, εξαιρετικής αξίας και ιστορικής σημασίας<br /><b>2.</b> το [[πρόσωπο]] που [[είναι]] προικισμένο με τις ιδιότητες αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A nobleness of nature, Iamb.VP23.103 (pl.), Phlp.in de An.529.14, Hsch. II genius, talent, Longin.13.2,36.4, Apollod.Poliorc.138.16.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, große, edle Natur, Sp., wie Iambl.; auch = Erhabenheit im Ausdruck, Longin. 13, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφυΐα: ἡ, ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλοφυΐα) μεγαλοφυής
η ιδιότητα του μεγαλοφυούς, εξαιρετικό πνεύμα, μεγάλη διάνοια, δαιμόνιος νους
νεοελλ.
1. η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων του ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και ενέργειες θαυμαστής πρωτοτυπίας, εξαιρετικής αξίας και ιστορικής σημασίας
2. το πρόσωπο που είναι προικισμένο με τις ιδιότητες αυτές
μσν.-αρχ.
τιμητικός τίτλος.