μνήστειρα: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui se souvient de, gén.;<br /><b>2</b> celle qu’on recherche en mariage, fiancée.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[μνηστήρ]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui se souvient de, gén.;<br /><b>2</b> celle qu’on recherche en mariage, fiancée.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[μνηστήρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μνήστειρα]] και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] την οποία ζητά [[κάποιος]] σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, [[μνηστή]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που διατηρεί την [[ανάμνηση]] γεγονότος ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[μνηστήρ]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τειρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δότ</i>-<i>ειρα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. μνάστ-, ἡ, fem. of μνηστήρ,
A bride, AP5.275 (Agath.). II Adj. mindful of, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Pi.I.2.5.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, die Erinnernde, Mahnende, adjectivisch gebraucht, ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν, der Liebe gedenkende Reise, Pind. I. 2, 5. – Bei Agath. 5 (V, 176) heißt so die Braut, um welche man wirbt.
Greek (Liddell-Scott)
μνήστειρα: Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. τοῦ μνηστήρ, μνηστή, νύμφη, Ἀνθ. Π. 5. 276. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἡ ἀναμιμνησκομένη τινός, ἐνθυμουμένη τι, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Πινδ. 1. 2. 8· πρβλ. μνηστήρ. ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
1 qui se souvient de, gén.;
2 celle qu’on recherche en mariage, fiancée.
Étymologie: fém. de μνηστήρ.
Greek Monolingual
μνήστειρα και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α)
1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή
2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του μνηστήρ < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τειρα (πρβλ. δότ-ειρα)].