Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακαμάτης: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(No difference)

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek Monolingual

-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)
1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός
«ακαμάτρα γυναίκα»
παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)
2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί
«ακαμάτικο δέντρο»
ως ουσ.
1. ο κηφήνας
2. βλαστάρι του κλήματος χωρίς σταφύλια
3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές
4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ουσ. κάματος.
ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.
ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].