ἄκνισος: Difference between revisions
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄκνῑσος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκνισσ- Plu.2.123b<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene grasa]], [[en que no se sacrifica]] βωμός <i>AP</i> 10.7 (Arch.).<br /><b class="num">2</b> [[pobre en grasas]] σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.<i>Morb</i>.2.54a, (τροφή) Thphr.<i>CP</i> 2.4.6, cf. Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[muy refinado]] [[ἔλαιον]] ἄ. Aret.<i>CA</i> 1.6.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin humo]], [[sin ahumar]] ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266. | |dgtxt=(ἄκνῑσος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκνισσ- Plu.2.123b<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene grasa]], [[en que no se sacrifica]] βωμός <i>AP</i> 10.7 (Arch.).<br /><b class="num">2</b> [[pobre en grasas]] σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.<i>Morb</i>.2.54a, (τροφή) Thphr.<i>CP</i> 2.4.6, cf. Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[muy refinado]] [[ἔλαιον]] ἄ. Aret.<i>CA</i> 1.6.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin humo]], [[sin ahumar]] ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκνισος]], -ον (Α) [[κνῑσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κνίσα]] προερχόμενη από θυσίες<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπαχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[οσμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κνῖσα)
A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6. 2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b. 3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως without being smoked or burnt, Gal.14.266.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: ἀ, κνῖσα.
Spanish (DGE)
(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσ- Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
•muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. -ως sin humo, sin ahumar ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.
Greek Monolingual
ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.