ἀκοίμητος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος LXX <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος LXX <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀκοίμητος]], -ον) (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, [[άυπνος]], [[άγρυπνος]]<br /><b>2.</b> [[ακατεύναστος]], [[ακαταπράυντος]]<br />(μσν.-νεοελλ. μτφ.)<br /><b>1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν σβήνει [[ποτέ]], ο [[άσβηστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, [[άγρυπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>οι Ακοίμητοι</i><br />μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (<b>βλ.</b> <i>Ακοιμήτων Μονή</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοιμῶμαι</i> (-<i>ᾶμαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακοιμησία]]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοίμητος Medium diacritics: ἀκοίμητος Low diacritics: ακοίμητος Capitals: ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akoímētos Transliteration B: akoimētos Transliteration C: akoimitos Beta Code: a)koi/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: ἀ, κοιμάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].