ακρατής: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκρατής)
(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος
αρχ.
1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος
2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι
3. αυτός που δεν κρατά το μέτρο στη χρήση ενός πράγματος, αχαλίνωτος
4. (για πράγματα) ο χωρίς έλεγχο ή μέτρο, ανεξέλεγκτος, άμετρος
5. (Νομ.) ο άκυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κρατὴς < κράτος.
ΠΑΡ. ακράτεια
αρχ.
ἀκρατεύομαι, ἀκρατόεις, ἀκρατῶ
μσν.
ἀκρατοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατόγελως
μσν.- νεοελλ.
ἀκρατοπότης
μσν.
ἀκρατόστομος, ἀκρατόφρων.