ἀνάζω: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀνάσσω]].
|dgtxt=v. [[ἀνάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=(-έω) (ΑΜ ἀναζῶ, -άω και -ώω)<br />[[επανέρχομαι]] στη ζωή, [[αναβιώνω]], [[ξαναζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακτώ]] δυνάμεις, αναζωογονούμαι<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] [[σημεία]] ζωής λέγεται για το [[έμβρυο]] που σκιρτά για πρώτη [[φορά]] [[μέσα]] στη [[μήτρα]]<br /><b>3.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον στη ζωή<br /><b>4.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον σωματικές δυνάμεις και [[ευρωστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάζω Medium diacritics: ἀνάζω Low diacritics: ανάζω Capitals: ΑΝΑΖΩ
Transliteration A: anázō Transliteration B: anazō Transliteration C: anazo Beta Code: a)na/zw

English (LSJ)

Tarent. for ἀνάσσω, Heraclid. ap. Eust. 1654.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάζω: κατὰ τοὺς Ταραντίνους ἀντὶ ἀνάσσω, Ahrens Δωρ. δ. 101.

Spanish (DGE)

v. ἀνάσσω.

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἀναζῶ, -άω και -ώω)
επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ
νεοελλ.
1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι
2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα
3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή
4. παρέχω σε κάποιον σωματικές δυνάμεις και ευρωστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζῶ].