ἀνάλωτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no tomado]], [[no conquistado]]de plazas fuertes o ciu., Th.4.70, Plb.4.63.9.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inexpugnable]] de ciu. o regiones, Hdt.1.84, 8.51, Isoc.11.13, τείχη X.<i>Ages</i>.8.8, de los habitantes de una ciudad, D.C.48.26.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[inasequible]], [[inalcanzable]] διὰ δὲ καρτερίας ... οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε D.61.37, οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor.<i>Or</i>.3.24<br /><b class="num">•</b>[[incorruptible]] de un alma ὑπὸ χρημάτων X.<i>Ages</i>.8.8, c. gen. τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416<br /><b class="num">•</b>abs. [[imperecedero]] del alimento, Chrys.M.58.523, cf. 63.131.<br /><b class="num">2</b> [[irrefutable]] αἰσθήσεις Pl.<i>Tht</i>.179c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no tomado]], [[no conquistado]]de plazas fuertes o ciu., Th.4.70, Plb.4.63.9.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inexpugnable]] de ciu. o regiones, Hdt.1.84, 8.51, Isoc.11.13, τείχη X.<i>Ages</i>.8.8, de los habitantes de una ciudad, D.C.48.26.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[inasequible]], [[inalcanzable]] διὰ δὲ καρτερίας ... οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε D.61.37, οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor.<i>Or</i>.3.24<br /><b class="num">•</b>[[incorruptible]] de un alma ὑπὸ χρημάτων X.<i>Ages</i>.8.8, c. gen. τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416<br /><b class="num">•</b>abs. [[imperecedero]] del alimento, Chrys.M.58.523, cf. 63.131.<br /><b class="num">2</b> [[irrefutable]] αἰσθήσεις Pl.<i>Tht</i>.179c.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, [[απόρθητος]], [[ακυρίευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καταβάλλεται από [[κάτι]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδέκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i>].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλωτος Medium diacritics: ἀνάλωτος Low diacritics: ανάλωτος Capitals: ΑΝΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: análōtos Transliteration B: analōtos Transliteration C: analotos Beta Code: a)na/lwtos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον, (ἀ- priv., ἁλίσκομαι)

   A not to be taken, impregnable, of strong places or forts, Hdt.1.84, 8.51; οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor. in Rev.Phil.1.70: not taken, holding out, Th.4.70.    2 metaph., unassailable, convincing, αἰσθήσεις Pl.Tht.179c; of persons, ἀ. ὑπὸ χρημάτων incorruptible, X.Ages.8.8: c. gen., τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416S.    3 of things, unattainable, [D.]61.37.

German (Pape)

[Seite 197] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, τεῖχος, Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλωτος: [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., ἁλίσκομαι) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, ἁπλῶς ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι ἀπόρθητος. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀκατάβλητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, ἀδωρόληπτος, ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέφικτος, διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. non pris;
II. imprenable (ville) ; p. anal. qu’on ne peut séduire : ἀνάλωτος ὑπὸ χρημάτων XÉN incorruptible.
Étymologie: ἀ, ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I no tomado, no conquistadode plazas fuertes o ciu., Th.4.70, Plb.4.63.9.
II 1inexpugnable de ciu. o regiones, Hdt.1.84, 8.51, Isoc.11.13, τείχη X.Ages.8.8, de los habitantes de una ciudad, D.C.48.26.2
fig. inasequible, inalcanzable διὰ δὲ καρτερίας ... οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε D.61.37, οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor.Or.3.24
incorruptible de un alma ὑπὸ χρημάτων X.Ages.8.8, c. gen. τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416
abs. imperecedero del alimento, Chrys.M.58.523, cf. 63.131.
2 irrefutable αἰσθήσεις Pl.Tht.179c.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλωτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος
αρχ.
1. ακατόρθωτος, ανέφικτος
2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος
3. αδωροδόκητος, αδέκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός < ἀλίσκομαι].