ανανεώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(3)
(No difference)

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ (-όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, -όομαι)
κάνω κάτι πάλι νέο, του ξαναδίνω ισχύ, το επαναλαμβάνω εκ νέου
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, το παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω
2. αντικαθιστώ κάτι που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαινίζω
3. αναδιοργανώνω, αναδιαρθρώνω
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παρατείνω τη διάρκεια, την προθεσμία
5. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω
αρχ.
ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνανεοῦμαι < ἀνα- + νεοῦμαι του νεῶ «ανακαινίζω, αλλάζω». Ο τ. ἀνανεῶ μεταγενέστερος.
ΠΑΡ. ανανέωσις (-η), ανανεωτής μσν.-νεοελλ. ἀνανέωμα.