ἀναπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ir río arriba]] πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως <i>PTeb</i>.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[salir hacia arriba]] prob. del pus al apretar la carne πολλὴ [[ἀκαθαρσία]] ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ir río arriba]] πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως <i>PTeb</i>.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[salir hacia arriba]] prob. del pus al apretar la carne πολλὴ [[ἀκαθαρσία]] ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναπορεύομαι]] (Α) [[πορεύομαι]]<br />[[προχωρώ]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπορεύομαι Medium diacritics: ἀναπορεύομαι Low diacritics: αναπορεύομαι Capitals: ΑΝΑΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: anaporeúomai Transliteration B: anaporeuomai Transliteration C: anaporeyomai Beta Code: a)naporeu/omai

English (LSJ)

   A proceed up-stream, D.C.75.9.

German (Pape)

[Seite 203] dep pass., hinaufmarschiren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπορεύομαι: ἀποθ., πορεύομαι πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, «καὶ οἱ μὲν αὐτῷ τῶν στρατιωτῶν πεζῇ ἄνω παρὰ τὸν Τίγριν, οἱ δὲ καὶ ἐπὶ πλοίων ἀνεπορεύθησαν» Δίων Κ. 75. 9.

Spanish (DGE)

1 ir río arriba πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως PTeb.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.
2 salir hacia arriba prob. del pus al apretar la carne πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.

Greek Monolingual

ἀναπορεύομαι (Α) πορεύομαι
προχωρώ προς τα επάνω ή προς τα εμπρός.