ἀνάχωμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
}}
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από [[χώμα]], [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> [[λάκκος]] ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με [[συσσώρευση]] χώματος.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχωμα Medium diacritics: ἀνάχωμα Low diacritics: ανάχωμα Capitals: ΑΝΑΧΩΜΑ
Transliteration A: anáchōma Transliteration B: anachōma Transliteration C: anachoma Beta Code: a)na/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A dike, dam, Aristeas301, Harp. s.v. ἄνδηρα; cf. ἀνάχωσμα.

German (Pape)

[Seite 215] τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχωμα: τό, ἄνδηρον, «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό dique, presa Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.

Greek Monolingual

το
1. σωρός από χώμα, πρόχωμα
2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος.