ἀντίμαχος: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(big3_5) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[enemigo comparable]] Poet. (Pi.?) en <i>POxy</i>.2736.2a.2, οὐ γὰρ εἶναί τινας ἀντιμάχους αὐτοῖς ἔτι ἐπὶ Ῥωμαίους App.<i>Hisp</i>.9<br /><b class="num">•</b>simpl. [[contrario]], [[adversario]], [[enemigo]] εἶς ... τις ... τῶν ἀντιμάχων χιλίους ἀναιρήσει Ps.Callisth.2.16B, c. dat. ἀ. τῇ τῶν Ἀρειανῶν αἱρέσει Ath.Al.<i>Syn</i>.11.1 (p.238.38), cf. Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.292B. | |dgtxt=-ον<br />[[enemigo comparable]] Poet. (Pi.?) en <i>POxy</i>.2736.2a.2, οὐ γὰρ εἶναί τινας ἀντιμάχους αὐτοῖς ἔτι ἐπὶ Ῥωμαίους App.<i>Hisp</i>.9<br /><b class="num">•</b>simpl. [[contrario]], [[adversario]], [[enemigo]] εἶς ... τις ... τῶν ἀντιμάχων χιλίους ἀναιρήσει Ps.Callisth.2.16B, c. dat. ἀ. τῇ τῶν Ἀρειανῶν αἱρέσει Ath.Al.<i>Syn</i>.11.1 (p.238.38), cf. Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.292B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀντίμαχος]], -ον)<br />ο [[εχθρικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[αντίπαλος]], ο [[εχθρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αντίξοος]], ο [[ανάποδος]]<br /><b>2.</b> ο [[αντιπαθής]], ο [[κακός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[προμαχώνας]], [[οχύρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντέρεισμα]], [[αντηρίδα]]<br /><b>2.</b> [[αντίδοτο]], [[αντιφάρμακο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A capable of meeting in war, τινί App.Hisp.9.
German (Pape)
[Seite 255] (μάχη), widerstreitend, Ath. IV, 154 f; = ἀξιόμαχος, App. Hisp. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμᾰχος: -ον, ὁ ἐναντίον τινὸς μαχόμενος, ἀντίπαλος, τινὶ Ἀππ. Ἱππ. 9., πρβλ. Ἀθήν. 154F.
Spanish (DGE)
-ον
enemigo comparable Poet. (Pi.?) en POxy.2736.2a.2, οὐ γὰρ εἶναί τινας ἀντιμάχους αὐτοῖς ἔτι ἐπὶ Ῥωμαίους App.Hisp.9
•simpl. contrario, adversario, enemigo εἶς ... τις ... τῶν ἀντιμάχων χιλίους ἀναιρήσει Ps.Callisth.2.16B, c. dat. ἀ. τῇ τῶν Ἀρειανῶν αἱρέσει Ath.Al.Syn.11.1 (p.238.38), cf. Isid.Pel.Ep.M.78.292B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀντίμαχος, -ον)
ο εχθρικός
μσν.- νεοελλ.
ο αντίπαλος, ο εχθρός
νεοελλ.
1. ο αντίξοος, ο ανάποδος
2. ο αντιπαθής, ο κακός
το ουδ. ως ουσ. μσν.-νεοελλ. προμαχώνας, οχύρωμα
νεοελλ.
1. αντέρεισμα, αντηρίδα
2. αντίδοτο, αντιφάρμακο.