ἀπαράσημος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no falsificado]] κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene título]], [[sin título]] de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no falsificado]] κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene título]], [[sin título]] de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπαράσημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, [[ακίβδηλος]]<br /><b>2.</b> «[[απαράσημος]] [[κατηγορία]]» — [[κατηγορία]] [[εναντίον]] αγνώστου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not counterfeit, Hsch. II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.
German (Pape)
[Seite 279] unverfälscht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.
Greek Monolingual
ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.