ἀποσκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀποσκῠθίζω) <b class="num">1</b> [[arrancar la cabellera como los escitas]], [[escalpar como tortura]] αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4<i>Ma</i>.10.7, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[afeitarse la cabeza]] en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.<i>Tr</i>.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.<i>Il</i>.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.
|dgtxt=(ἀποσκῠθίζω) <b class="num">1</b> [[arrancar la cabellera como los escitas]], [[escalpar como tortura]] αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4<i>Ma</i>.10.7, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[afeitarse la cabeza]] en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.<i>Tr</i>.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.<i>Il</i>.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκυθίζω]] (Α) [[σκυθίζω]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] της κεφαλής με τις [[τρίχες]], όπως έκαναν οι [[Σκύθες]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κουρεύομαι]] «εν χρω», [[γουλί]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκῠθίζω Medium diacritics: ἀποσκυθίζω Low diacritics: αποσκυθίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: aposkythízō Transliteration B: aposkythizō Transliteration C: aposkythizo Beta Code: a)poskuqi/zw

English (LSJ)

   A scalp (as the Scythians did), LXX4 Ma.10.7.    2 metaph. in Pass., to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισνένη E.Tr.1026; τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀπεσκυθίσθαι Ath.12.524f.

German (Pape)

[Seite 325] nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheeren, κρᾶτα Eur. Tr. 1026; ἀπεσκυθίσθαι ἡ ἐφ' ὕβρει κουρά Ath. XII, 524 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυθίζω: μέλλ. - ίσω, ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μετὰ τῶν τριχῶν ὡς ἔπραττον οἱ Σκύθαι, Ἰωσήπ. Μακκ. ι΄, 7, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 64, Ἀθήν. 524ϝ. 2) καταχρηστ. ἐν τῷ παθ., ξυρίζομαι μέχρι τοῦ δέρματος, κρᾶτ’ ἀπεσκυθισμένη Εὐρ. Τρῳ. 1026. - Ὁ Σουΐδ. ἀναφέρει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: «ἀποσκυθίται, κυρίως μὲν τὸ ἐπιτεμεῖν τὸ κεφάλαιον δέρμα σὺν θριξί, καταχρηστικῶς δὲ τὸ ἀποκεῖραι».

French (Bailly abrégé)

1 scalper comme les Scythes;
2 p. ext. raser la tête.
Étymologie: ἀπό, Σκύθης.

Spanish (DGE)

(ἀποσκῠθίζω) 1 arrancar la cabellera como los escitas, escalpar como tortura αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4Ma.10.7, cf. Hsch.
2 en v. med.-pas. afeitarse la cabeza en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.Tr.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.Il.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.

Greek Monolingual

ἀποσκυθίζω (Α) σκυθίζω
1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες
2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί.