απόφαση: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (AM ἀπόφασις) αποφαίνω
1. οριστική γνώμη, τελική κρίση
2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία
νεοελλ.
1. διαταγή, διάταξη
2. φρ. «το πήρε απόφαση» — πείστηκε οριστικά
αρχ.-μσν.
απάντηση, απόκριση
αρχ.
κατάλογος, απογραφή.