ἀρτίκολλος: Difference between revisions
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[totalmente pegado]] πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.<i>Tr</i>.768.<br /><b class="num">2</b> fig. [[concatenado]], [[exacto]] ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.<i>Ch</i>.580, de pers. ([[ἄναξ]]) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto</i> A.<i>Th</i>.373. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[totalmente pegado]] πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.<i>Tr</i>.768.<br /><b class="num">2</b> fig. [[concatenado]], [[exacto]] ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.<i>Ch</i>.580, de pers. ([[ἄναξ]]) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto</i> A.<i>Th</i>.373. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρτίκολλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κολλιέται ακριβώς σε [[κάτι]], ο [[εφαρμοστός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταιριαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών, = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr.768. II metaph., fitting well together, ἀ. συμβαίνει τάδε turn out exactly right, A.Ch.580; εἰς ἀ. ἀγγέλου λόγον μαθεῖν in the nick of time, Id.Th.373.
German (Pape)
[Seite 362] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίκολλος: -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος, ὥστε τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., καλῶς ἁρμοζόμενος, ἁρμόδιος, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, ὅπως ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς ὅπως πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parfaitement collé ; bien ajusté;
2 fig. qui forme un ensemble parfait;
3 qui s’adapte bien ; opportun.
Étymologie: ἄρτι, κολλάω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
1 totalmente pegado πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.Tr.768.
2 fig. concatenado, exacto ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.Ch.580, de pers. (ἄναξ) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto A.Th.373.
Greek Monolingual
ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.