αὐγασμός: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[brillo]], [[resplandor]] ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου <i>Placit</i>.3.5.10 (= Anaximen.A 18)<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.<i>Catech</i>.6.29. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[brillo]], [[resplandor]] ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου <i>Placit</i>.3.5.10 (= Anaximen.A 18)<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.<i>Catech</i>.6.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐγασμός]], ο (Α)<br />[[λαμπρότητα]], [[στιλπνότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A radiance, flashing, ἡλίου Placit.3.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγασμός: ὁ, ἀκτινοβολία, λάμψις, λαμπρότης, στιλπνότης, Πλούτ. 2. 894Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat, lumière.
Étymologie: αὐγάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
brillo, resplandor ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18)
•fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.Catech.6.29.
Greek Monolingual
αὐγασμός, ο (Α)
λαμπρότητα, στιλπνότητα.