αὐτοσχεδόν: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(big3_8) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτοσχεδά]] <i>Il</i>.16.319, A.D.<i>Adu</i>.152.13 adv.<br /><b class="num">1</b> de lugar [[cerca]], [[en un cuerpo a cuerpo]] ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο <i>Il</i>.7.273, δῄουν [[ἀλλήλους]] αὐ. <i>Il</i>.15.708, αὐ. ὡρμήθησαν <i>Il</i>.13.496, αὐτοσχεδὰ δουρὶ ... ἐπόρουσε <i>Il</i>.16.319, Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐ. <i>Od</i>.22.293, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐ ὠριγνῶντο Hes.<i>Sc</i>.190, ἀστέρες ἀλλήλων αὐ. ἰνδάλλονται Arat.901, ἤλυθε δ' [[Ἀστερίων]] αὐ. A.R.1.35.<br /><b class="num">2</b> de tiempo [[inmediatamente]], [[al punto]] ἵκετο δ' ἐς Πελίην αὐ. A.R.1.12, λίσσετο δ' [[αἶψα]] πορεῖν αὐ. A.R.3.148. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτοσχεδά]] <i>Il</i>.16.319, A.D.<i>Adu</i>.152.13 adv.<br /><b class="num">1</b> de lugar [[cerca]], [[en un cuerpo a cuerpo]] ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο <i>Il</i>.7.273, δῄουν [[ἀλλήλους]] αὐ. <i>Il</i>.15.708, αὐ. ὡρμήθησαν <i>Il</i>.13.496, αὐτοσχεδὰ δουρὶ ... ἐπόρουσε <i>Il</i>.16.319, Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐ. <i>Od</i>.22.293, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐ ὠριγνῶντο Hes.<i>Sc</i>.190, ἀστέρες ἀλλήλων αὐ. ἰνδάλλονται Arat.901, ἤλυθε δ' [[Ἀστερίων]] αὐ. A.R.1.35.<br /><b class="num">2</b> de tiempo [[inmediatamente]], [[al punto]] ἵκετο δ' ἐς Πελίην αὐ. A.R.1.12, λίσσετο δ' [[αἶψα]] πορεῖν αὐ. A.R.3.148. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αυτοσχεδόν]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> «εκ του [[συστάδην]]», από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[ευθύς]] [[αμέσως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A near at hand, hand to hand, in Hom. always of close fight, ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273; δῄουν ἀλλήλους αὐ. 15.708; αὐ. ὡρμήθησαν 13.496, cf. Od.22.293:—once also αὐτοσχεδὰ δουρὶ . . ἐπόρουσε Il.16.319; cf. αὐτοσχέδιος. 2 c. gen., near, close to, ἀλλήλῶν Arat.901. II of Time, on the spot, at once, A.R. 1.12, 3.148.
German (Pape)
[Seite 403] in der Nähe, μάχεσθαι, Mann gegen Mann kämpfen, Il. 15, 386; οὐτάζειν, δῃόω, 7, 273. 15, 708, in der Nähe, mit dem Schwerte verwunden; vgl. Hes. Sc. 190; ὁρμηθῆναι Il. 17, 530; auch αὐτοσχεδά; – nahe bei, τινός Arat. 901; von der Zeit, alsbald, Ap. Rh. 1, 12, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδόν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὁμόθεν, ἐκ χειρός, συστάδην, Λατ. cominus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μάχης ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Ἰλ. Η. 273· δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν Ο. 708· αὐτ. ὡρμήθησαν Ν. 496· πρβλ. Ὀδ. Χ. 293: ― καὶ ἅπαξ, αὐτοσχεδὰ δουρὶ... ἐπόρουσε Ἰλ. Ἰλ. Π. 319· αὐτοσχέδιος. 2) μετὰ γεν. πλησίον, ἀλλήλων Ἄρατ. 901. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, παραχρῆμα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 12., Γ. 148, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sur le lieu même ; de près;
2 sur-le-champ, aussitôt, en hâte.
Étymologie: αὐτός, σχεδόν.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐτοσχεδά Il.16.319, A.D.Adu.152.13 adv.
1 de lugar cerca, en un cuerpo a cuerpo ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273, δῄουν ἀλλήλους αὐ. Il.15.708, αὐ. ὡρμήθησαν Il.13.496, αὐτοσχεδὰ δουρὶ ... ἐπόρουσε Il.16.319, Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐ. Od.22.293, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐ ὠριγνῶντο Hes.Sc.190, ἀστέρες ἀλλήλων αὐ. ἰνδάλλονται Arat.901, ἤλυθε δ' Ἀστερίων αὐ. A.R.1.35.
2 de tiempo inmediatamente, al punto ἵκετο δ' ἐς Πελίην αὐ. A.R.1.12, λίσσετο δ' αἶψα πορεῖν αὐ. A.R.3.148.
Greek Monolingual
αυτοσχεδόν επίρρ. (Α)
1. «εκ του συστάδην», από κοντά
2. αμέσως, ευθύς αμέσως.