άχθος: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(7)
(No difference)

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (AM)
βάρος, φορτίο
μσν.
φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη
αρχ.
1. στενοχώρια, λύπη, βάρος
2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» — ενόχληση, βάρος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω.
ΣΥΝΘ. αχθοφόρος, επαχθής
αρχ.
ανδραχθής, βαρυαχθής, δειραχθής, δυσαχθής, επισαχθής, εριαχθής, ισοαχθής, καταχθής, μολιβαχθής, μυσαχθής, νουσαχθής, πολυαχθής, πρῳραχθής, σπειραχθής, υπεραχθής, ωμαχθής
μσν.
αχθηφόρος].