βαλλήν: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλήν]] A.<i>Pers</i>.657, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[rey]], [[soberano]], [[βαλήν]], [[ἀρχαῖος]] [[βαλήν]] ἴθι ἱκοῦ soberano, antiguo soberano ven, muéstrate</i> A.l.c., ἰὼ [[βαλλήν]] S.<i>Fr</i>.515, interpretado como ἰὼ βασιλεῦ en S.E.<i>M</i>.1.313, cf. Hdn.Gr.2.923, voz de orig. frigio según Hermesian.Hist.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> n. aplicado a la piedra del monte [[Βαλληναῖον]] Hermesian.Hist.1.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá prést. frig. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλήν]] A.<i>Pers</i>.657, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[rey]], [[soberano]], [[βαλήν]], [[ἀρχαῖος]] [[βαλήν]] ἴθι ἱκοῦ soberano, antiguo soberano ven, muéstrate</i> A.l.c., ἰὼ [[βαλλήν]] S.<i>Fr</i>.515, interpretado como ἰὼ βασιλεῦ en S.E.<i>M</i>.1.313, cf. Hdn.Gr.2.923, voz de orig. frigio según Hermesian.Hist.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> n. aplicado a la piedra del monte [[Βαλληναῖον]] Hermesian.Hist.1.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá prést. frig. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαλλήν]] και [[βαλήν]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βασιλιάς]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[βαλλήν]] με λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[ανάπηρος]], [[ασθενής]]» ή με το χαρ. Α' <i>wal</i>- ή Β' <i>walo</i> «[[βασιλιάς]]» ή, [[τέλος]], με υποθετικό αραμ. <i>ba</i>'<i>l</i><i>ē</i><i>na</i> «κύριός μας» δεν φαίνεται [[δυνατός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ (not βαλήν Hdn.Gr.2.923),
A king, A.Pers.657, S.Fr.515. —Prob. Phrygian word acc. to Hsch., but Thurian acc. to Hermesianax Hist. ap. Ps.-Plu.Fluv.12.4: βαλληναῖον ὄρος, = βασιλικόν (in Phrygia) and βαλλήν, a fabulous precious stone, Ps.-Plu.Fluv.12.3,4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βαλλήν: ὁ, (οὐχὶ βαλὴν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκάδ. 9), βασιλεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 658, Σοφ. Ἀποσπ. 144. (Λέξις Φρυγική, πιθανῶς συγγενὴς τῇ Ἑβρ. Baal, Bel (κύριος), πρβλ. Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 313).
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
roi.
Étymologie: mot phrygien.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βαλήν A.Pers.657, Hsch.
1 rey, soberano, βαλήν, ἀρχαῖος βαλήν ἴθι ἱκοῦ soberano, antiguo soberano ven, muéstrate A.l.c., ἰὼ βαλλήν S.Fr.515, interpretado como ἰὼ βασιλεῦ en S.E.M.1.313, cf. Hdn.Gr.2.923, voz de orig. frigio según Hermesian.Hist.1, cf. Hsch.
2 n. aplicado a la piedra del monte Βαλληναῖον Hermesian.Hist.1.
• Etimología: Quizá prést. frig.
Greek Monolingual
βαλλήν και βαλήν, ο (Α)
1. βασιλιάς
2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α' wal- ή Β' walo «βασιλιάς» ή, τέλος, με υποθετικό αραμ. ba'lēna «κύριός μας» δεν φαίνεται δυνατός].