βῆγμα: Difference between revisions
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[expectoración]] ἢν ... παύσηται τοῦ βήγματος Hp.<i>Morb</i>.2.47, pero cf. [[βρῆγμα]]. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[expectoración]] ἢν ... παύσηται τοῦ βήγματος Hp.<i>Morb</i>.2.47, pero cf. [[βρῆγμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βῆγμα]], το (Α) [[βήσσω]] (-ττω)]<br />[[βλέννα]], [[φλέμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (βήσσω)
A expectoration, phlegm, Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 442] τό, das Ausgehustete, der Auswurf, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βῆγμα: τό, (βήσσω) ἀπόχρεμψις, φλέγμα. Ἱππ. 475. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
expectoración ἢν ... παύσηται τοῦ βήγματος Hp.Morb.2.47, pero cf. βρῆγμα.