βαῦνος: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βαυνός Eratosth.24<br /><b class="num">1</b> [[horno para uso industrial]] ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.<i>in EN</i> 104.23, Ael.Dion.β 11, <i>AB</i> 222.22.<br /><b class="num">2</b> [[brasero]] con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. se trate de un prést. minorasiático.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βαυνός Eratosth.24<br /><b class="num">1</b> [[horno para uso industrial]] ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.<i>in EN</i> 104.23, Ael.Dion.β 11, <i>AB</i> 222.22.<br /><b class="num">2</b> [[brasero]] con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. se trate de un prést. minorasiático.
}}
{{grml
|mltxt=βαῡνος και βαυνός, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαῦνος Medium diacritics: βαῦνος Low diacritics: βαύνος Capitals: ΒΑΥΝΟΣ
Transliteration A: baûnos Transliteration B: baunos Transliteration C: vaynos Beta Code: bau=nos

English (LSJ)

or βαυνός, ὁ,

   A furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, .

German (Pape)

[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.

Greek (Liddell-Scott)

βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.

• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.

Greek Monolingual

βαῡνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.