δαπανηρός: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[gastador]], [[pródigo]] τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.<i>R</i>.564b, cf. X.<i>Mem</i>.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.<i>EN</i> 1123<sup>a</sup>4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno</i> Arist.<i>EN</i> 1119<sup>b</sup>31, cf. Plu.<i>Per</i>.36, Vett.Val.374.33.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[dispendioso]], [[costoso]], [[caro]] λειτουργία Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>18, (πράξεις) Arist.<i>EN</i> 1122<sup>a</sup>22, πόλεμος D.5.5, Plu.<i>Arist</i>.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas</i> Plu.<i>Alex</i>.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.<i>Or</i>.1.21d, [[δάπανος]] γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ [[ἐλπίς]] Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.<i>Nu</i>.12c.<br /><b class="num">3</b> [[destructor]] πῦρ Ph.2.91.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[pródigamente]] μὴ δ. sin mucho gasto</i> X.<i>HG</i> 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. <i>TAM</i> 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.). | |dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[gastador]], [[pródigo]] τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.<i>R</i>.564b, cf. X.<i>Mem</i>.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.<i>EN</i> 1123<sup>a</sup>4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno</i> Arist.<i>EN</i> 1119<sup>b</sup>31, cf. Plu.<i>Per</i>.36, Vett.Val.374.33.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[dispendioso]], [[costoso]], [[caro]] λειτουργία Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>18, (πράξεις) Arist.<i>EN</i> 1122<sup>a</sup>22, πόλεμος D.5.5, Plu.<i>Arist</i>.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas</i> Plu.<i>Alex</i>.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.<i>Or</i>.1.21d, [[δάπανος]] γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ [[ἐλπίς]] Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.<i>Nu</i>.12c.<br /><b class="num">3</b> [[destructor]] πῦρ Ph.2.91.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[pródigamente]] μὴ δ. sin mucho gasto</i> X.<i>HG</i> 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. <i>TAM</i> 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαπανηρός]], -ά, -όν) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> όποιος απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] ή [[πολλά]] έξοδα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει [[πολλά]], ο [[σπάταλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δαπανηρὸν πῡρ» — [[φωτιά]] που εξαφανίζει, που καταστρέφει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, of men,
A lavish, extravagant, Pl.R.564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN1123a4, 1119b31. II of things, expensive, πόλεμος D.5.5; λειτουργία Arist. Pol.1309a18, cf. EN1122a21: Comp. -ότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d. Adv. -ρῶς X.HG6.5.4. III consuming, πυ-ρ Ph.2.91.
German (Pape)
[Seite 522] 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δαψιλής, πλουσιοπάροχος, ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, πόλεμος Δημ. 58. 6· λειτουργία Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 dépensier, prodigue;
2 dispendieux, coûteux.
Étymologie: δαπάνη.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1de pers. gastador, pródigo τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.R.564b, cf. X.Mem.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.EN 1123a4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno Arist.EN 1119b31, cf. Plu.Per.36, Vett.Val.374.33.
2 de cosas dispendioso, costoso, caro λειτουργία Arist.Pol.1309a18, (πράξεις) Arist.EN 1122a22, πόλεμος D.5.5, Plu.Arist.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas Plu.Alex.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.Or.1.21d, δάπανος γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ ἐλπίς Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.Nu.12c.
3 destructor πῦρ Ph.2.91.
II adv. -ῶς pródigamente μὴ δ. sin mucho gasto X.HG 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. TAM 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δαπανηρός, -ά, -όν) δαπάνη
1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα
2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος
αρχ.
φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» — φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει.