δεκατευτής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[perceptor del diezmo]] Antipho <i>Fr</i>.10, <i>SEG</i> 10.87.5 (Atenas V a.C.) en <i>SEG</i> 22.10, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[perceptor del diezmo]] Antipho <i>Fr</i>.10, <i>SEG</i> 10.87.5 (Atenas V a.C.) en <i>SEG</i> 22.10, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δεκατευτής]]) [[δεκατεύω]]<br />αυτός που εισπράττει τη [[δεκάτη]], ο [[δεκατιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] που όριζε τον [[φόρο]] της δεκάτης γεωργικών προϊόντων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A tithe-farmer, Harp.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendeinnehmer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τὴν δεκάτην συλλέγων, δεκατηλόγος, τελώνης, Λατ. decumanus, Ἁρπ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
perceptor del diezmo Antipho Fr.10, SEG 10.87.5 (Atenas V a.C.) en SEG 22.10, IG 22.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατευτής) δεκατεύω
αυτός που εισπράττει τη δεκάτη, ο δεκατιστής
νεοελλ.
ο οικονομικός υπάλληλος που όριζε τον φόρο της δεκάτης γεωργικών προϊόντων.