δημεραστής: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. δημεράστ- D.C.47.38.3<br />[[enamorado del pueblo]], [[amigo del pueblo]] irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.<i>Alc</i>.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10<br /><b class="num">•</b>peyor. [[δημολόγος]] τε καὶ δ. Them.<i>Or</i>.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.<i>in EN</i> 616.13.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. δημεράστ- D.C.47.38.3<br />[[enamorado del pueblo]], [[amigo del pueblo]] irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.<i>Alc</i>.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10<br /><b class="num">•</b>peyor. [[δημολόγος]] τε καὶ δ. Them.<i>Or</i>.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.<i>in EN</i> 616.13.
}}
{{grml
|mltxt=[[δημεραστής]], ο (Α)<br />ο [[εραστής]] του δήμου<br />αυτός που επιδεικνύει υπερβολική [[αγάπη]] για τον λαό.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεραστής Medium diacritics: δημεραστής Low diacritics: δημεραστής Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmerastḗs Transliteration B: dēmerastēs Transliteration C: dimerastis Beta Code: dhmerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence Subst. δημεραστ-ία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστ-ικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.

Greek Monolingual

δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.