δνοπαλίζω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(big3_12) |
(9) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δνοπᾰλίζω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. δνοπαλίξεις <i>Od</i>.14.512]<br /><b class="num">1</b> [[zarandear]], [[enzarzarse con]] c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν <i>Il</i>.4.472<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[sacudir]] τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις <i>Od</i>.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[bambolearse]], [[ondear en torno]] γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.<i>H</i>.2.295. | |dgtxt=(δνοπᾰλίζω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. δνοπαλίξεις <i>Od</i>.14.512]<br /><b class="num">1</b> [[zarandear]], [[enzarzarse con]] c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν <i>Il</i>.4.472<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[sacudir]] τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις <i>Od</i>.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[bambolearse]], [[ondear en torno]] γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.<i>H</i>.2.295. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δνοπαλίζω]] (Α)<br />[[σείω]] βίαια, [[καταρρίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών [[δονώ]] και [[πάλλω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A shake violently, fling down, ἀνὴρ ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il. 4.472; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις 'wrap thy old cloak about thee', Od. 14.512:—Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, of the polypus, its arms wave about, Opp.H.2.295.
German (Pape)
[Seite 651] fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen ; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.
Greek (Liddell-Scott)
δνοπᾰλίζω: μέλλ. -ξω, σείω βιαίως, καταρρίπτω, ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ δονέω).
French (Bailly abrégé)
f. δνοπαλίσω;
secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, càd nettoyer et rapiécer des haillons.
Étymologie: DELG δονέω, πάλλω.
English (Autenrieth)
doubtful word, ἀνὴρ δ' ἄνδῤ ἐδνοπάλιζεν, hustled, Il. 4.472 ; ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίζεις, you will bundle on your rags, Od. 14.512.
Spanish (DGE)
(δνοπᾰλίζω)
• Morfología: [fut. δνοπαλίξεις Od.14.512]
1 zarandear, enzarzarse con c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il.4.472
•dud., quizá sacudir τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις Od.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.
2 en v. med. bambolearse, ondear en torno γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.H.2.295.
Greek Monolingual
δνοπαλίζω (Α)
σείω βίαια, καταρρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών δονώ και πάλλω].