δυσδιαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de decidir]], [[de resolver]] τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.<i>Comp.Cim.Luc</i>.3, σκέψις Plu.<i>Cor</i>.35, λόγος Porph.<i>Abst</i>.2.1. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de decidir]], [[de resolver]] τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.<i>Comp.Cim.Luc</i>.3, σκέψις Plu.<i>Cor</i>.35, λόγος Porph.<i>Abst</i>.2.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσδιαίτητος]], -ον (Α)<br />αυτός για τον οποίο [[είναι]] δύσκολο να αποφασίσει [[κανείς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.