δύσεδρος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de funesto aposentamiento]] de Helena, A.<i>A</i>.746.<br /><b class="num">2</b> [[que asienta mal]], [[inestable]] de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.<i>Comp</i>.6.3. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de funesto aposentamiento]] de Helena, A.<i>A</i>.746.<br /><b class="num">2</b> [[que asienta mal]], [[inestable]] de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.<i>Comp</i>.6.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται για [[κακό]] ή προκαλεί [[δυστυχία]] όπου παραμένει («[[δύσεδρος]]... [[Ἐρινύς]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.). 2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.
German (Pape)
[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.
Greek (Liddell-Scott)
δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.
Spanish (DGE)
-ον
1 de funesto aposentamiento de Helena, A.A.746.
2 que asienta mal, inestable de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.Comp.6.3.
Greek Monolingual
δύσεδρος, -ον (Α)
1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς»)
2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.