δρήστης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. 1 [[δράστης]].
|dgtxt=v. 1 [[δράστης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[δράστης]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρήστης Medium diacritics: δρήστης Low diacritics: δρήστης Capitals: ΔΡΗΣΤΗΣ
Transliteration A: drḗstēs Transliteration B: drēstēs Transliteration C: dristis Beta Code: drh/sths

English (LSJ)

Att. δράστης, ου, Dor. δράστας, α, ὁ,

   A worker, Archil.72; θεράπων, οὐ δράστας as an attendant, not a slave, Pi.P.4.287; doer, actor, αὐτουργὸς καὶ δράστης Plb.12.25h.6.    2 as Adj., energetic, Man.5.85.    II = δραπέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, ion. u. ep. = δράστης, δρηστήρ, Archil. frg. 96. Bei Man. 5, 85 neben βίαιος, = δραστήριος.

Greek (Liddell-Scott)

δρήστης: -ου, Δωρ. δράστας, α, ὁ, ἐργάτης, ἐργαζόμενος, Ἀρχίλ. 67· θεράπων, οὐ δράστας, ὑπηρέτης, οὐχὶ δοῦλος, Πίνδ. Π. 4. 511 (ἴδε Dissen 287)· θῆλ. δρῆστις Ἀνθ. Π. 12. 73. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 427 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui agit;
2 énergique.
Étymologie: δράω.

Spanish (DGE)

v. 1 δράστης.

Greek Monolingual

ο
βλ. δράστης.